- επιδελεαζομαι
- ἐπιδελεάζομαιἐπι-δελεάζομαιслужить приманкой
(ἄγκιστρα ἔχοντα ἐπιδεδελασμένας σάρκας Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἄγκιστρα ἔχοντα ἐπιδεδελασμένας σάρκας Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιδελεάζομαι — ἐπιδελεάζομαι (Α) τοποθετούμαι ως δόλωμα («ἀγκίστροις, ἔχουσιν ἐπιδεδελεασμένας ὑείας σάρκας», Διόδ. Σικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δελεάζομαι (< δέλεαρ)] … Dictionary of Greek